- αφαίρεση
- Η αποχώρηση ενός μέρους από το σύνολο, η απόσπαση, η εξαγωγή.
Η α. είναι επίσης και μέθοδος επιστημονικής έρευνας, που απλοποιεί το φαινόμενο που ερευνά. Αφαιρεί δηλαδή ότι δεν είναι ουσιαστικό από τα χαρακτηριστικά του, προσδίδοντάς του έτσι μια πιο καθαρή μορφή. Όταν εξετάζονται, π.χ., τα ζώα για κατάταξη σε τάξεις, αφαιρούνται τα ιδιαίτερά τους χαρακτηριστικά και συγκεντρώνεται η προσοχή στο αν έχουν σπονδυλική στήλη, οπότε κατατάσσονται στα σπονδυλωτά ή ασπόνδυλα. Έτσι δημιουργούνται και οι γενικές έννοιες, νόμοι, κανόνες κ.ά.
(Γλωσσ.) Α. είναι το φαινόμενο της αποβολής του αρχικού φωνήεντος ορισμένων λέξεων. Όταν η λέξη τελειώνει σε φωνήεν και η δεύτερη αρχίζει επίσης από φωνήεν, αποβάλλεται το αρχικό φωνήεν της δεύτερης και τη θέση του παίρνει μια απόστροφος. Π.χ. που είναι-που ‘ναι, μου έλεγε -μου ‘λεγε, να έρθεις-να ‘ρθεις. Το ίδιο συμβαίνει και με τα άρθρα, π.χ. τα αμύγδαλα-τ’ αμύγδαλα.
(Μαθημ.) Α. είναι και η αριθμητική πράξη, που αποτελεί το αντίθετο της πρόσθεσης. Γενικά, α. είναι η μείωση μιας ποσότητας μονάδων κατά μία άλλη ποσότητα. Οι ποσότητες όμως αυτές πρέπει να αφορούν σε αντικείμενα του ίδιου είδους. Αφαιρούμε δηλαδή κιλά από κιλά κ.ο.κ.
* * *η (AM ἀφαίρεσις)1. η απόσπαση, ο αποχωρισμός ενός μέρους από ένα σύνολο2. η αποβολή του αρχικού φωνήεντος μιας λέξης3. η αντίστροφη πράξη της πρόσθεσης στα μαθηματικά4. η νοητική διαδικασία με την οποία αφήνονται καταμέρος ατομικά χαρακτηριστικά των πραγμάτων και μένουν τελικά τα κοινά στοιχεία που προσδιορίζουν τη φύση ενός αριθμού πραγμάτωννεοελλ.υπεξαίρεση χρημάτωναρχ.-μσν.αποκοπή μέλους του σώματοςμσν.(για τον ήλιο) έκλειψηαρχ.αγωγή για αναγνώριση της ελευθερίας κάποιου που θεωρείταιδούλος.
Dictionary of Greek. 2013.